- αλιτάνευτος
- -η, -ο (Α ἀλιτάνευτος, -ον) [λιτανεύω]νεοελλ.1. (για άγιες εικόνες ή ιερά αντικείμενα) αυτός που δεν λιτανεύθηκε, που δεν τόν περιέφεραν σε λιτανεία2. αυτός που δεν τόν ικέτευσαν, δεν τόν παρακάλεσαν με λιτανείααρχ.απρόσιτος σε παρακλήσεις, αδυσώπητος, άκαμπτος, σκληρός.
Dictionary of Greek. 2013.